Η ηλικία είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν την γονιμότητα. Η ικανότητα γονιμοποίησης της γυναίκας φθήνει γρηγορότερα με την πάροδο της ηλικίας σε σύγκριση με την ικανότητα του άνδρα. Η γυναικέια ικανότητα για γονιμοποίηση φτάνει στο μέγιστο περί την ηλικία των 20-25 ετών. Όπως φαίνεται και στο πιο κάτω διάγραμμα, η πιθανότητα σύλληψης είναι περίπου 30-35% εάν η σεξουαλική επαφή γίνει την ίδια χρονική περίοδο με την ωορρηξία όσον αφορά γυναίκες ηλικίας 20-25 ετών. Στην ηλικία των 35 ετών, η πιθανότητα εγκυμοσύνης έχει μειωθεί κατά περίπου 12 %, ενώ στην ηλικία των 45 ετών μόνο μία ανά 100 γυναίκες θα μείνει έγκυος κατά την διάρκεια ενός καταμήνιου κύκλου.
Παρόλο που η ηλικία είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την επίτευξη εγκυμοσύνης, πολλές γυναίκες επιλέγουν να αποκτήσουν παιδιά αργότερα στην ζωή. Πολλά κομμάτια του παζλ της ζωής πρέπει να ενωθούν μεταξύ τους. Η ωριμότητα και ετοιμότητα που απαιτείται για την απόκτηση παιδιού, η εύρεση του κατάλληλου συντρόφου που θα μοιραστεί τις ευθύνες της απόκτησης ενός παιδιού, όπως επίσης οι σπουδές και η επαγγελματική αποκατάσταση αναφέρονται ως οι κυριότεροι παράγοντες της καθυστέρησης αυτής .
Πολλοί επίσης υπερεκτιμούν την πιθανότητα απόκτησης απογόνων μέσω της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Στην ηλικία των 42 ετών, η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή είναι μόνο 5-10% ανά κύκλο θεραπείας.
Η μεγάλη ηλικία σημαίνει σημαντική μείωση του αριθμού των ωαρίων καθως επίσης και χειρότερη ποιότητα τόσο των ωαρίων όσο και των σπερματοζωαρίων, παράγοντες που επηρεάζουν επίσης σημαντικά την φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου. Από το 35ο έτος της ζωής και άνω, η πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης όπως επίσης και κατά τον τοκετό αυξάνεται. Οι κυριότερες και σοβαρότερες επιπλοκές που μπορούν να εμφανιστούν είναι μεταξύ άλλων η αυτόματη αποβολή, ο πρόωρος τοκετός, η υπέρταση της κύησης και η ανάγκη για επέιγουσα καισαρική τομή.